λαβυρινθίτιδα

λαβυρινθίτιδα
η
ιατρ. φλεγμονή τού λαβυρίνθου τού αφτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. labyrinthitis < νεολατ. labyrinthitis < αγγλ. labyrinth (< λαβύρινθος) + -itis (< -ῖτις), κατάλ. δηλωτική φλεγμονής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • λαβύρινθος — I (Ανατ.). Οστεοϋμενώδες σύστημα που βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό (μέρος του κροταφικού οστού)· αποτελεί το έσω ους και περιέχει τα περιφερικά όργανα, που έχουν ως προορισμό την υποδοχή των ηχητικών ερεθισμάτων (ακοή) και την αντίληψη της… …   Dictionary of Greek

  • πυολαβυρινθίτιδα — η, Ν ιατρ. λαβυρινθίτιδα που συνοδεύεται από διαπύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pyolabyrinthite (< πύον + λαβύρινθος + επίθημα ίτιδα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”