- λαβυρινθίτιδα
- ηιατρ. φλεγμονή τού λαβυρίνθου τού αφτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. labyrinthitis < νεολατ. labyrinthitis < αγγλ. labyrinth (< λαβύρινθος) + -itis (< -ῖτις), κατάλ. δηλωτική φλεγμονής].
Dictionary of Greek. 2013.